- υπέρτακτος
- -η, -ο, Ναυτός που επιβάλλεται από την έννοια τής τελειότητας («υπέρτακτες πράξεις» — πράξεις ανώτερης ηθικής τελειότητας).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + τακτός «προκαθορισμένος» (< τάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.